κυλίνδρι

κυλίνδρι
και κυλίνδριν, το (Α κυλίνδριον)
νεοελλ.
ειδικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για ισοπέδωση εδάφους και για πίεση επιστρώσεώς του
αρχ.
μικρός κύλινδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. -ι(ο)(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυλίνδριον — κυλίνδριον, τὸ (Α) βλ. κυλίνδρι …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”